μικτῶν

μικτῶν
μικτός
mixed
fem gen pl
μικτός
mixed
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπινελ(λ)ίδες — οι, Ν (ορυκτ.) ομάδα ορυκτών μικτών οξειδίων …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”